καλαμάρι

καλαμάρι
(Ζωολ.). Κεφαλόποδο μαλάκιο της οικογένειας των λολιγινιδών, της τάξης των τευθίδων. Η επιστημονική του ονομασία είναι Loligo vulgaris. Είναι διαδεδομένο στην παράκτια ζώνη όλων των θαλασσών και πλησιάζει τις ακτές για να αποθέσει τα αβγά του ανάμεσα στα φύκη. Το κ. αναγνωρίζεται από την παρουσία οκτώ βραχιόνων και δύο μεγαλύτερων σε μήκος πλοκάμων (που βρίσκονται γύρω από το στόμα), από το μακρόστενο αεροδυναμικό σώμα του, τα μεγάλα τριγωνικά πτερύγια στο κατώτερο μέρος του σώματός του και από το λεπτό και πλατύ εσωτερικό όστρακο, που μοιάζει με ζελατίνα. Το συνηθέστερο χρώμα του είναι άσπρο προς ρόδινο. Με τις βεντούζες, που βρίσκονται στις άκρες των πλοκάμων του, το κ. συλλαμβάνει τα μικρά ψάρια που περνούν δίπλα του και τρέφεται με αυτά. Τα κ. έχουν ένα πολύ καλά ανεπτυγμένο νευρικό σύστημα που προσεγγίζει την πολυπλοκότητα των ψαριών και ορισμένων θηλαστικών. Τα μάτια τους είναι μεγάλα και εξασφαλίζουν οξεία όραση. Χιλιάδες χρωματοφόρα (κύτταρα που περιέχουν χρωστική), τα οποία βρίσκονται στην επιφάνεια του δέρματος και νευρώνονται ανεξάρτητα, εξασφαλίζουν γρήγορες αλλαγές στο πρότυπο χρωματισμού, οι οποίες έχουν μεγάλη σημασία για την αποφυγή των θηρευτών. Τα κ. αλιεύονται συνήθως από τις πεζότρατες και τα γρι-γρι καθώς και με ένα ειδικό ψαράδικο σύνεργο που ονομάζεται καλαμαριέρα. Σε μια οικογένεια των τευθιδών ανήκει και το γένος αρχιτευθίς, που περιλαμβάνει άτομα πελώριων διαστάσεων, τα καλαμάρια-γίγαντες, που ζουν στον Ατλαντικό και στον Ειρηνικό και φτάνουν σε μήκος τα 17 μ. Το γιγαντιαίο κ. είναι το μεγαλύτερο ασπόνδυλο στον κόσμο, ωστόσο λίγα πράγματα είναι γνωστά γι’ αυτό, δεδομένου ότι ποτέ δεν έχει μελετηθεί ζωντανό στο φυσικό του περιβάλλον. Το καλαμάρι, κοινό σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, θεωρείται έξοχο θαλασσινό έδεσμα, γι’ αυτό και αλιεύεται συστηματικά. Γιγαντιαίο καλαμάρι (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
το (Μ καλαμάρι(ν) και καλαμάριον)
1. μελανοδοχείο
2. ζωολ. κοινή ονομασία κεφαλόποδου μαλακίου
3. θήκη για τους «καλάμους», δηλ. για τις γραφίδες από καλάμη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. καλαμάριον < λατ. (theca) calamaria «θήκη καλάμων γραφής» — η ονομασία τού θαλασσινού οφείλεται σε ομοιότητά του με τα παλιά μελανοδοχεία.
ΠΑΡ. μσν. καλαμαρίτσι(ν)
μσν.- νεοελλ.
καλαμαράς
νεοελλ.
καλαμαριά.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. καλαμαροθήκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλαμάρι — το 1. μελανοδοχείο: Αγόρασα χαρτί και καλαμάρι. 2. (ζωολ.), το κεφαλόποδο μαλάκιο «τευθίδα η κοινή»: Ήταν νόστιμα σήμερα τα καλαμάρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλιεία — Πλουτοπαραγωγικός πόρος μιας χώρας που προέρχεται από τη συλλογή και την εμπορία ψαριών. Δραστηριότητα του ανθρώπου που αποβλέπει στη θήρα ψαριών και άλλων ειδών που ζουν μέσα στα νερά. Η δραστηριότητα αυτή είναι πανάρχαια –μόνη προγενέστερή της… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλόποδα — Μία από τις επτά ομοταξίες των μαλακίων. Περιλαμβάνει ζώα με αμφίπλευρη συμμετρία, τα πιο εξελιγμένα μέσα στο φύλο των μαλακίων. Τα κ. κατατάσσονται σε επτά υφομοταξίες, από τις οποίες μόνο δύο περιλαμβάνουν σύγχρονους αντιπροσώπους· αυτές είναι… …   Dictionary of Greek

  • θράψαλο — Κεφαλόποδο που μοιάζει με το καλαμάρι, από το οποίο διακρίνεται εύκολα, επειδή το τριγωνικό του πτερύγιο δεν ξεπερνά το μισό του μήκους του σώματός του, ενώ το αντίστοιχο πτερύγιο του καλαμαριού είναι μεγαλύτερο. Κοινότατο στη Μεσόγειο, ζει στο… …   Dictionary of Greek

  • μαλάκια — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • каламарь — м. чернильница , южн., зап. (Даль), укр. каламарь. Судя по ударению, через польск. kаɫаmаrz из лат. calamārium; см. Бернекер 1, 471; Брюкнер 214, не через ср. греч. καλαμάρι(ον); см. Фасмер, ИОРЯС 11, 2, 395; Гр. сл. эт. 72 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • -αριά — κατάλ. θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη. Ειδικότερα, από ουσιαστικά σε άρι σχηματίστηκαν θηλ. ουσιαστικά σε ιά (πρβλ. καλαμάρι καλαμαριά, φεγγάρι φεγγαριά, πενηντάρι πενηνταριά), από την οποία αργότερα αποσπάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • αβγοκαλάμαρα — τα γλύκισμα από φύλλα που ζυμώνονται με χτυπητά αβγά, τηγανίζονται συνήθως σε σχήμα διπλωμένης ταινίας, περιχύνονται με μέλι και τριμμένα καρύδια ή αμύγδαλα και πασπαλίζονται με κανέλα, αλλιώς δίπλες, ξεροτήγανα, ψαθούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αβγό +… …   Dictionary of Greek

  • διπλοκαλαμαράτος — διπλοκαλαμαράτος, ο (Μ) αυτός που έχει διπλό καλαμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < διπλο + (αμάρτ.) καλαμαράτος]* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”